ανεξευμένιστος

ανεξευμένιστος
η , ο [ος , ον ] нерастроганный; несмягчённый; неумолимый, жестокий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ανεξευμένιστος" в других словарях:

  • ανεξευμένιστος — η, ο (Μ ἀνεξευμένιστος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εξευμενιστεί, ο αδυσώπητος …   Dictionary of Greek

  • ανεξευμένιστος — η, ο αυτός που δεν εξευμενίστηκε, ανεξιλέωτος: Ο θεός Απόλλωνας ήταν ακόμη ανεξευμένιστος, γι’ αυτό τους έριχνε συμφορές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»