- ανεξευμένιστος
- η , ο [ος , ον ] нерастроганный; несмягчённый; неумолимый, жестокий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεξευμένιστος — η, ο (Μ ἀνεξευμένιστος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εξευμενιστεί, ο αδυσώπητος … Dictionary of Greek
ανεξευμένιστος — η, ο αυτός που δεν εξευμενίστηκε, ανεξιλέωτος: Ο θεός Απόλλωνας ήταν ακόμη ανεξευμένιστος, γι’ αυτό τους έριχνε συμφορές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)